- ἀμπελάνθη
- ἀμπελ-άνθη, ἡ,A = οἰνάνθη, Luc.VH2.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμπελάνθη — ἀμπελάνθη, η (Α) το άνθος τής αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέλι + ἄνθη (η) πρβλ. οἰνάνθη, μηλάνθη, κ.ά.] … Dictionary of Greek
ἀμπελάνθης — ἀμπελάνθη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek
αμπελάνθισμα — το 1. το άνθισμα, το άνθος τού κλήματος 2. η εποχή τής άνθησης τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + άνθισμα «άνθος» < ανθίζω πρβλ. αρχ. ἀμπελάνθη] … Dictionary of Greek